Υποτροπιάζουσες μυκητιασικές αιδοιοκολπίτιδες

H Candida είναι ένα είδος μύκητα, που βρίσκεται συνήθως στον κόλπο ως μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας, χωρίς να προκαλεί συμπτώματα. Για άγνωστους λόγους, η Candida αλλάζει από συμβιωτικός οργανισμός (δηλαδή μπορεί να ζήσει στο περιβάλλον χωρίς να προκαλεί προβλήματα στον ξενιστή) σε παθογόνο, η οποία προκαλεί συμπτώματα αιδοιοκολπικής καντιντίασης. Η αιδοιοκολπική καντιντίαση μπορεί να διαγνωστεί κλινικά, με σημεία και συμπτώματα που περιλαμβάνουν κολπικό κνησμό ή κάψιμο με ή χωρίς ερυθρότητα και πρήξιμο του αιδοίου, καθώς και με λευκό έκκριμα και τσούξιμο ή κάψιμο κατά την ούρηση. Η διάγνωση μπορεί να επιβεβαιωθεί με λήψη καλλιέργειας κολπικού υγρού.

Εκτιμάται ότι η απλή αιδοιοκολπική καντιντίαση επηρεάζει έως και το 75% των γυναικών κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής  τους ζωής, αν και τα στοιχεία αυτά έχουν αμφισβητηθεί. Έχουν εντοπιστεί προδιαθεσικοί παράγοντες για την απλή αιδοιοκολπική καντιντίαση, οι οποίοι περιλαμβάνουν τη χρήση αντιβιοτικών, θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, εγκυμοσύνη, σακχαρώδη διαβήτη, γενετικούς παράγοντες και συμπεριφορικούς παράγοντες.

Έως και 5% των γυναικών πάσχουν από υποτροπιάζουσα αιδοιοκολπική καντιντίαση, η οποία συνήθως ορίζεται ως τέσσερα ή περισσότερα επεισόδια αιδοιοκολπικής καντιντίασης  σε περίοδο 12 μηνών. Σε παγκόσμια κλίμακα, η υποτροπιάζουσα αιδοιοκολπική καντιντίαση επηρεάζει περίπου 138 εκατομμύρια γυναίκες κάθε χρόνο (εύρος 103-172 εκατομμύρια). Ο παγκόσμιος επιπολασμός εκτιμάται σε 3871 ανά 100.000 γυναίκες, με 372 εκατομμύρια γυναίκες να επηρεάζονται κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ιδίως γυναίκες ηλικίας μεταξύ 25 και 35 ετών. Ο ρόλος των προδιαθεσικών παραγόντων για απλή αιδοιοκολπική καντιντίαση δεν είναι βέβαιος ότι σχετίζεται για τις υποτροπιάζουσες αιδοιοκολπικές καντιντιάσεις. Στις μισές περίπου γυναίκες με υποτροπιάζουσα αιδοιοκολπική καντιντίαση , δεν μπορούν να εντοπιστούν παράγοντες κινδύνου.

Η αιτιολογία της υποτροπιάζουσας αιδοιοκολπικής καντιντίασης είναι ασαφής. Οι περισσότερες περιπτώσεις (85% έως 95%) απλής αιδοιοκολπικής καντιντίασης προκαλούνται από Candida albicans. Ωστόσο, λιγότερο κοινά είδη μυκήτων όπως η Candida glabrata μπορεί να εμπλέκονται στις υποτροπιάζουσες αιδοιοκολπικές καντιντιάσεις. Η κολπίτιδα που προκαλείται από μη αλμπικικά (candida albicans) είδη τείνει να είναι πιο ανθεκτική στη θεραπεία.

Οι επιδράσεις των υποτροπιαζουσών αιδοιοκολπίτιδων στις στενές σχέσεις και την καθημερινή ζωή των γυναικών μπορεί να είναι σημαντικές. Έχει διαπιστωθεί ότι οι γυναίκες με υποτροπιάζουσες αιδοικολπίτιδες ήταν σημαντικά πιο πιθανό να αναφέρουν σημάδια εξουθένωσης, συναισθηματικού και σωματικού στρες και κακής ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής από γυναίκες που δεν εμφάνιζαν σημάδια υποτροπιάζουσας  αιδοιοκολπίτιδας. Ο κύριος αντίκτυπος των σωματικών συμπτωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των εκκρίσεων, του κνησμού, του πόνου και των ψυχολογικών επιπτώσεων συχνά δεν αναγνωρίζεται. Επιπλέον, σε ορισμένες χώρες η μακροχρόνια θεραπεία μπορεί να είναι δαπανηρή και περίπου το 50% των γυναικών εμφανίζουν υποτροπή των συμπτωμάτων εντός μηνών από την ολοκλήρωση της θεραπείας.

Η αντιμετώπιση της απλής αιδοιοκολπικής καντιντίασης συνήθως αποτελείται από τοπικές ή από του στόματος αντιμυκητιασικές θεραπείες με συχνότητα που κυμαίνεται από μία εφάπαξ δόση έως και θεραπεία για μέχρι και 14 ημέρες. Τα πιο συχνά συνιστώμενα αντιμυκητιασικά για τη θεραπεία της αιδοιοκολπικής καντιντίασης είναι οι αζόλες (π.χ. κλοτριμαζόλη, φλουκοναζόλη, ιτρακοναζόλη, μικοναζόλη, κετοκοναζόλη) και νυστατίνη. Αυτές οι θεραπείες έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές ως τοπική θεραπεία σε έγκυες και μη έγκυες γυναίκες. Συστηματικές ανασκοπήσεις διαπίστωσαν ότι οι από του στόματος και ενδοκολπικές (τοπικές) θεραπείες ήταν εξίσου αποτελεσματικές σε γυναίκες με απλή οξεία (δηλ. λιγότερο από τέσσερα επεισόδια σε 12 μήνες) αιδοιοκολπική καντιντίαση. Έχει διαπιστωθεί ότι οι γυναίκες γενικά προτιμούν την από του στόματος θεραπεία.

Το συνιστώμενο θεραπευτικό σχήμα για επιπλεγμένη αιδοιοκολπίτιδα όπως περιγράφεται στις κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες δεν είναι πάντα αποτελεσματικό για όλες τις γυναίκες, είτε αυτό είναι από του στόματος θεραπεία είτε είναι τοπικά. Μερικές γυναίκες εμφανίζουν ανεπιθύμητες ενέργειες όπως πονοκέφαλο, κοιλιακό άλγος και ναυτία με από του στόματος θεραπεία και δυσπαρεύνια ή ερεθισμό με κολπική θεραπεία.

Τοπικοί αντιμυκητιασικοί παράγοντες εφαρμόζονται στον κολπικό βλεννογόνο και υπάρχουν με τη μορφή κρεμών ή κολπικών υπόθετων. Η από του στόματος αντιμυκητιασική θεραπεία υπάρχει με τη μορφή δισκίων ή καψουλών. Η τρέχουσα συνιστώμενη θεραπεία για τις υποτροπιάζουσες αιδοιοκολπικές καντιντιάσεις  σπάνια θεραπεύει αυτήν την κατάσταση, αλλά στοχεύει στην καταστολή των συμπτωμάτων. Αρχικά υψηλές δόσεις από του στόματος ή τοπικών αντιμυκητιασικών παραγόντων χρησιμοποιούνται για έως και δύο εβδομάδες για να προκαλέσουν καταστολή των συμπτωμάτων. Σε σοβαρές περιπτώσεις, η καταστολή των συμπτωμάτων μπορεί να διαρκέσει έως και έξι μήνες. Αυτή η περίοδος καταστολής ακολουθείται από μακροχρόνια τακτική (εβδομαδιαία ή μηνιαία) αντιμυκητιασική θεραπεία για τη διατήρηση της κλινικής ύφεσης.

Μελέτη διαπίστωσε ότι έως και το 40% των γυναικών χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους (μη φαρμακευτικές) για τη θεραπεία ή την πρόληψη της αιδοιοκολπικής καντιντίασης παρά την ευρεία διαθεσιμότητα συμβατικών αντιμυκητιασικών παραγόντων. Παραδείγματα εναλλακτικών μη φαρμακευτικών σκευασμάτων που χρησιμοποιούνται είναι φυτικά παρασκευάσματα όπως το έλαιο τεϊόδεντρου, το σκόρδο, τα προβιοτικά όπως Lactobacillus και κολπικούς παράγοντες όξυνσης του ph . Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας της CAM για αιδοιοκολπική καντιντίαση στη βιβλιογραφία είναι αραιή. Παρόλα αυτά, αφού κάθε γυναίκα είναι διαφορετική σε επίμονες λοιμώξεις μπορεί να γίνει δοκιμή αυτών των σκευασμάτων πάντα με τη καθοδήγηση του ιατρού της.

Κατερίνα Ζαρίμη, μαία